φαρμακευτικός — ή, ό / φαρμακευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [φαρμακεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φάρμακα ή στην παρασκευή φαρμάκων 2. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακευτική α) (παλαιότερα) η προσωπική τέχνη τής παρασκευής τών φαρμάκων β) (σήμερα) επιστήμη και τέχνη που … Dictionary of Greek
στάχυς ο φαρμακευτικός — Πολυετής πόα της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στην Ελλάδα, σε δάση και λιβάδια της ορεινής και υποορεινής ζώνης. Είναι φαρμακευτικό φυτό, με αντιπυρετικές και αντισπαστικές ιδιότητες. Έχει βλαστούς τετραγωνικούς … Dictionary of Greek
φαρμακευτικόν — φαρμακευτικός of masc acc sg φαρμακευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτικαῖς — φαρμακευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτικοῖς — φαρμακευτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτικοῦ — φαρμακευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτικούς — φαρμακευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτικῆς — φαρμακευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτική — φαρμακευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακευτικήν — φαρμακευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)